- ὑψηλοκάρδιος
- -ος,-ον A 0-0-0-1-0=1 Prv 16,5haughty, proud-hearted; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ὑψηλοκάρδιος — high hearted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψηλοκάρδιος — ον, Α υπεροπτικός, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. μεγαλο κάρδιος] … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
υψηλοκαρδία — ἡ, Α [ὑψηλοκάρδιος] έπαρση, αλαζονεία … Dictionary of Greek